ὁμοσίτους

ὁμοσίτους
ὁμοσί̱τους , ὁμόσιτος
eating together
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ομοχοίνιξ — ὁμοχοῑνιξ, ικος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που μοιράζεται με άλλον τον ίδιο χοίνικα, δηλ. που παίρνει το ίδιο μερίδιο με άλλον («οὐ μόνον ὁμεστίους, οὐδὲ ὁμοροφίους, ἀλλὰ καὶ ὁμοχοίνικας καὶ ὁμοσίτους τῷ πᾱσαν σέβεσθαι κοινωνίαν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”